- θαλασσαῖος
- θᾰλασσ-αῖος, α, ον,A = θαλάσσιος, δῖναι Simon.57.4, cf. Pi.P.2.50: [full] θαλάσσειος, θεά Trag. or Com.Adesp. in PLit.Lond.84.16; dub. in Orib.14.62.1.2 dyed purple, Tryph.345.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλασσαίος — θαλασσαῑος, α, ον (Α) θαλάσσιος («θαλασσαῑον... δελφῑνα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσ α + επίθημα αιος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] … Dictionary of Greek
θαλασσαῖος — dyed purple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσαῖον — θαλασσαῖος dyed purple masc acc sg θαλασσαῖος dyed purple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσαίων — θαλασσαί̱ων , θαλασσαῖος dyed purple fem gen pl θαλασσαί̱ων , θαλασσαῖος dyed purple masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θαλασσαίαισι — θαλασσαί̱αισι , θαλασσαῖος dyed purple fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσαίη — θαλασσαί̱η , θαλασσαῖος dyed purple fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσαίην — θαλασσαί̱ην , θαλασσαῖος dyed purple fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσαίης — θαλασσαί̱ης , θαλασσαῖος dyed purple fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσαίοιο — θαλασσαί̱οιο , θαλασσαῖος dyed purple masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσαίοις — θαλασσαί̱οις , θαλασσαῖος dyed purple masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)